- ευπάλαιστος
- εὐπάλαιστος, -ον (A)αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα στην πάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παλαιστος (< πα-λαίω), πρβλ. α-πάλαιστος, εκ-πάλαιστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπαλαίστως — εὐπάλαιστος easy to overcome in wrestling adverbial εὐπάλαιστος easy to overcome in wrestling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαλαίστους — εὐπάλαιστος easy to overcome in wrestling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαλαίστων — εὐπάλαιστος easy to overcome in wrestling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)